-
1 лапша
-
2 лапша
й θ. λαζάνια. || σούπα-λαζάνια. -
3 лапшаной
επ.για λαζάνια• των λαζανιών•лапшаной бе тсто ζυμάρι για λαζάνια.
-
4 лапша
лапшаж τά λαζάνια -
5 лапша
[λαπσά] ουσ. θ. λαζάνια -
6 лапша
[λαπσά] ουσ θ λαζάνια -
7 галушки
-шек (ενκ. галушка, -ив.) σούπα με λαζάνια. -
8 лапшевник
-а α.γλύκισμα με λαζάνια.
См. также в других словарях:
λαζάνια — τα είδος ζυμαρικού ανάλογου με τα μακαρόνια, αλλά με σχήμα ταινίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. lasagna < δημ. λατ. lasania < λατ. lasanum < αρχ. ελλ. λάσανον «τρίπους, σχάρα»] … Dictionary of Greek
λαζάνια — τα (λ. ιταλ.), είδος ζυμαρικού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)